-
1 φυγάς
A one who flees from his country, either voluntarily, runaway, fugitive, or by legal sentence, exile, Hdt.1.150, 3.138, etc.;ἐξεκηρύχθην φ. S.OC 430
; ἐξελήλαμαι φ. ib. 1292;φ. πάσης τῆς χώρας X.HG4.1.7
;τῆς πατρίδος Pl.Alc.2.145b
;ἀνθρώπων Plu.Ant.69
;φ. τῆς τῶν ἐξελασάντων πονηρίας Th. 6.92
; φ. ἐξ Ἤλιδος, ἐκ Λαρίσης, X.HG3.2.29, 6.4.34;φυγάδ' ἀπ' οὐρανοῦ θεόν A.Supp. 214
;φ. ἐξ Ἀθηνῶν ὑπὸ Ἀθηναίων X.HG1.5.19
; φ. παρ' ὑμῶν a deserter from.., Id.Cyr.6.3.11;ἔνθεν.. εἰμὶ φ. Id.An. 5.6.23
;τοὺς δὲ φ. ἐντεῦθεν ἐποίησε Lys.13.64
, cf. X.HG4.1.40; κατάγειν φυγάδας to restore them, Hdt.5.31; φ. καθεῖναι, καταδέχεσθαι, X.HG2.2.20, 5.2.10: prov., ;αἱ φ. πύλαι D.H.1.46
; μηδένα εἶναι.. ὑπερορίαν φυγάδα, is dub. in Pl.Lg. 855c.II of an army, put to flight,S.Ant. 108 (lyr.). -
2 ἐκκηρύσσω
A proclaim by voice of herald:—[voice] Pass.,νέκυν ἀστοῖσί φασιν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι S.Ant.27
, cf. 203.II banish by proclamation, Hdt.3.148, Plb.4.21.8, D.S.14.97 ; τῆς πόλεως, ἐκ τῆς πόλεως, Aeschin.3.258, Lys.12.3 :—[voice] Pass., ἐκ τοῦ γένους ἐκκεκηρῦχθχι Pl.Lg. 929b ;ἐξεκηρύχθην φυγάς S.OC 430
.2 cashier, 'drum out' of the army, prob. in Arist.Ath.61.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκηρύσσω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский